-
1 μονέδα
η монета;§ κόβω μονέδα — зашибать деньгу;
δεν περνά η μονέδα σου — ты здесь никого не обманешь, никого не проведёшь
-
2 монета
-
3 фалыиивый
фалыии||выйприл1. (не настоящий) ψεύτικος, πλαστός/ κίβδηλος, κάλπικος (тк. о деньгах)/ τεχνητός (о волосах, зубах и т. п.):\фалыиивыйвая монета ἡ κάλπικη μονέδα·2. (неестественный, неверный) ψεύτικος:\фалыиивыйвая игра τό ψεύτικο παίξιμο· \фалыиивыйвая нота τό φάλτσο, ἡ φάλτσα νότα·3. (неискренний, лицемерный) προσποιητός, ὑποκριτικός:\фалыиивыйвый человек ὁ ὑποκριτής, ὁ διπρόσωπος ἄνθρωπος· \фалыиивыйвая улыбка τό προσποιητό χαμόγελο· ◊ попасть в \фалыиивыйвое положение βρίσκομαι σέ λεπτή θέση. -
4 მონეთი
გუარი ფულისა, ვითარ ოქრო, ვეცხლი, შავი ანუ ქაღალდი, монета, μονέδα.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > მონეთი
-
5 деньга
-
6 истереть
изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.1. τρίβω όλο ως το τέλος•-сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.
|| καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•
резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•
пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).
|| καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.
-
7 монета
-ы θ.1. νόμισμα μεταλλικό• μονέδα•серебряная монета ασημένιο νόμισμα•
медная -χάλκινο νόμισμα•
фальшивая монета κάλπικο νόμισμα•
чеканить -у κόβω νομίσματα.
|| κέρματα•мелкая ή разменная монета τα ψιλά, τα λιανά, -ώματα.
|| χρήματα, λεφτά•гони -у δόσε χρήματα, κατέβαινε λεφτά.
2. το ρούβλι.εκφρ.отплатить той же -ой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα)•принять что за чистую -у – παραδέχομαι (εκλαμβάνω) κάτι σαν αληθινό ή αγαθό. -
8 перечеканить
ρ.σ.μ.1. ζανακόβω•перечеканить монету ξανακόβω νόμισμα μεταλλικό (μονέδα).
2. κόβω (όλα, πολλά).
См. также в других словарях:
μονέδα — η (Μ μονέδα) νόμισμα, νομισματική μονάδα νεοελλ. φρ. α) «κόβω μονέδα» κερδίζω πολλά χρήματα β) «δεν περνά η μονέδα σου» (για ψευδολόγο ή απατεώνα) δεν ισχύει ο λόγος σου, δεν γίνεσαι πιστευτός γ) «κάλπικη μονέδα» απατεώνας μσν. 1. συνεκδ. χρήματα … Dictionary of Greek
μονέδα — η (λ. ιταλ.) 1. νόμισμα. 2. φρ., «Κόβει μονέδα», βγάζει πολλά λεφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
μόνητα — και μόνιτα, ἡ (ΑΜ) μονέδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. moneta «χρήμα, νόμισμα»] … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
monetă — MONÉDĂ, monede, s.f. Ban de metal (rar de hârtie) care are sau a avut curs legal pe teritoriul unui stat; p. gener. ban de metal (de valoare mică); mărunţiş. ♢ expr. A bate (sau a tăia, a face) monedă = a emite bani de metal. A bate monedă (din… … Dicționar Român